- γαστρίζουσαι
- γαστρίζωpunchpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλοιδέσκουσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «γαστρίζουσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω] … Dictionary of Greek